- λυσιφλεβής
- λυσιφλεβής, -ές (Α)αυτός που επιφέρει λύση τής συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευ-φλεβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυσιφλεβῆ — λῡσιφλεβῆ , λυσιφλεβής opening the veins neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῡσιφλεβῆ , λυσιφλεβής opening the veins masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λῡσιφλεβῆ , λυσιφλεβής opening the veins masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek